ψυχοδυναμικός

ψυχοδυναμικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχοδυναμισμό
2. (στην ψυχανάλυση) (για δυνάμεις και διεργασίες) α) αυτός που αναπτύχθηκε κατά την παιδική ηλικία και επενεργεί στον ψυχισμό τού ατόμου
β) αυτός που επενεργεί στην ύπαρξη ενός ατόμου και που οφείλεται σε ψυχικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δυναμικός. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. psychodynamique].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοδυναμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχοδυναμισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεραναπλήρωση — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) ψυχοδυναμικός μηχανισμός άμυνας που χαρακτηρίζεται από συνειδητή ή ασύνειδη υπερβολή στη διόρθωση ή αναπλήρωση μιας πραγματικής ή φανταστικής σωματικής ή ψυχικής αδυναμίας ή ενός ελαττώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αναπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • υποκατάσταση — η / ὑποκατάστασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκαθιστώ, αντικατάσταση, αναπλήρωση νεοελλ. 1. (νομ.) η τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος στη θέση άλλου προσώπου ή πράγματος, βάσει τού νόμου ή τής ιδιωτικής βούλησης… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”